- Ευτυχιανοί
- και Ευτυχιανικοί και Ευτυχιανιστές, οι (Μ εὐτυχιανοί και εὐτυχιανικοί και εὐτυχιανισταί)θεολ. οι οπαδοί τής μονοφυσιτικής αιρέσεως τού Ευτυχούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ευτυχής + κατάλ. -ιανοί (πρβλ. πραιτωρ-ιανοί, χριστι-ανοί)].
Dictionary of Greek. 2013.